- αχθοφόρος
- οαυτός που σηκώνει και μεταφέρει βάρη, ο βαστάζος, ο χαμάλης: Ένας αχθοφόρος έβαλε τα πράγματά τους στο πλοίο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀχθοφόρος — bearing burdens masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχθοφόρος — ο (Α ἀχθοφόρος, ον) ο εργάτης που μεταφέρει φορτία αρχ. φρ. «κτήνεα ἀχθοφόρα», «ὑποζύγια ἀχθοφόρα» ζώα που χρησιμοποιούνται για να μεταφέρουν φορτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άχθος + φορος < φέρω] … Dictionary of Greek
ἀχθοφόρον — ἀχθοφόρος bearing burdens masc/fem acc sg ἀχθοφόρος bearing burdens neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχθοφόρα — ἀχθοφόρος bearing burdens neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχθοφόροι — ἀχθοφόρος bearing burdens masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχθοφόροις — ἀχθοφόρος bearing burdens masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχθοφόροισιν — ἀχθοφόρος bearing burdens masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχθοφόρου — ἀχθοφόρος bearing burdens masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχθοφόρους — ἀχθοφόρος bearing burdens masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχθοφόρων — ἀχθοφόρος bearing burdens masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)